ἀπόσκοτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσκοτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόσκοτο τό, Ζάκ. Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκότος.

Σημασιολογία

Μέρος σκοτεινόν, ὅπου τις δὲν διακρίνεται: ᾿Αφοῦ τὸν ἐχτυπήσανε δυˬὸ μαχαιρεˬές, τὸν ἐπήανε σὲ ἀπόσκοτο κ᾿ ἐκεῖ τὸν ἀποκάμανε Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/