ἀποποῦθε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποποῦθε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποποῦθε ἐπίρρ. ἀποποῦθεν Κεφαλλ. ἀποποῦθε πολλαχ. ἀποποῦθες Πελοπν. (Μάν.) ἀποπούθενε Πελοπν. (Βούρβουρ) ἀποπούθενες Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀμποῦθεν Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) ἀμπούθενε Πελοπν. (’Αρκαδ.) ἀμποῦθε Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) ’πουπόθεν Τῆλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ποῦθε.

Σημασιολογία

1) ᾽Απὸ τίνος τόπου, πόθεν ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἤξερα ἀποποῦθε νὰ τὸν πιˬάσω ’Αθῆν. Μ’ ἔπιˬασε καὶ δὲν ἤξερα ἀποποῦθε νὰ φύγω αὐτοῦ ᾽Αποποῦθε ἔρχεσαι; Πελοπν. (Κορινθ. Μεσσ.) ’Αποπούθενε βγαίνει τὸ νερό; Βούρβουρ. ᾿Αποπούθενες εἶναι ὁ γαμπρός σας; αὐτόθ. ᾿Αποποῦθε πάνε ᾿ς τὸ μοναστῆρι Μάν. ᾽Αποποῦθες ἐπεράσανε οἱ ἄλλες; αὐτόθ. || Φρ. Δὲν ξέρει ἀποποῦθε πάν τὰ τέσσερα (ἐπὶ ἀνοήτου ἢ νωθροῦ τὴν διάνοιαν) Κορινθ. Μάν. κ.ἀ. || ᾌσμ. Πουλλάκι, ἀμποῦθεν ἔρχεσαι κιˬ ἀμποῦθε κατεβαίνεις; ’Αρκαδ. Γιˬὰ πέ, νὰ ζήσῃς, λυερή, ’πουπόθεν ἡ γενεά σου; Τῆλ. β) ᾽Επί καταγωγῆς Πελοπν. (Κορινθ. Μάν.): Δὲν ξέρεις ἀποποῦθε κρατάει ἡ σκούφιˬα του (ἐπὶ ὅλως ἀγνώστου) Μάν. 2) ’Απὸ τίνος προσώπου ἔνθ᾽ ἀν.: ’Αποποῦθε τὰ ᾽κονόμησες τὰ ψιλά; ᾿Αθῆν. Δὲν ἔχω ἀποποῦθε νὰ ζητήσω ἕνα μικρὸ δάνειο αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/