ἀποκοτυλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκοτυλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκοτυλίζω Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κοτύλα.

Σημασιολογία

Κτυπῶ τινα ἰσχυρῶς εἰς τὴν κοτύλαν, εἰς τὸ ἰνιακὸν ὀστοῦν: Κρούω τιˬ ἀποκοτυλίζω σε! (ἀπειλή).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/