ἄστομος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄστομος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄστομος ἐπίθ. Κύπρ. - Λεξ. Περίδ. Πρω. ἄστομο Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄστομος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τρώγων πολύ, ὁ φύσει ὀλιγοφάγος, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων Κύπρ.: Ἔκαμα τρεῖς νύφ-φες τ’ οἱ τρεῖς ἄστομες. οῖρος ἄστομος. ᾿Αντίθ. στομάρις. 2) Ὁ μὴ ὁμιλῶν, ἀμίλητος Τσακων. - Λεξ. Πρω. 3) Ὁ μὴ ἀμβλυνθείς, ἐπὶ σιδηρᾶς κοπῆς Λεξ. Περιδ. Συνών. ἀστόμωτος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA