ἀστομούχωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστομούχωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστομούχωτος ἐπίθ. Νάξ. (’Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στομουχωτὸς<στομουχώνω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος εἰς τοῦ ὁποίου τὸ στόμα δὲν ἐτέθη στομούχι, πλεκτὸν ἐκ βρούλλων φίμωτρον, ἐπὶ ζῴων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/