ἀστόμωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστόμωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστόμωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀστόμουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀστόμωτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων χάλυβα εἰς τὴν κοπήν, ἐπὶ σιδηροῦ κοπτικοῦ ὀργάνου Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Μακεδ. (Κοζ.) Ρόδ. - Λεξ. Περίδ. Μαχαίρι ἀστόμωτο Ἤπ. 2) Ὁ μὴ ἀμβλυνθεὶς διὰ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἐπὶ κοπτεροῦ ὀργάνου σύνηθ.: Ἀστόμωτο μαχαίρι – πριόνι - τσεκούρι σύνηθ. Συνών. ἄστομος 3. 3) ᾽Ανεμπόδιστος, ἀφύλακτος Ἤπ.: Ἔμειναν τὰ γίδιˬα ἀστόμωτα καὶ βγῆκαν ᾿ς τὰ σπαρτὰ Ἤπ. 4) ᾿Ασυγκράτητος, ριψοκίνδυνος (Νουμᾶς 223, 8): Ἀστόμωτη λεβεντιˬά. 5) ᾽Αθυρόστομος Θεσσ.: ᾿Αστόμωτη γυναῖκα. 6) ’Ακόρεστος εἰς τὰς ἡδονὰς Θεσσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA