ἀποκούκκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκούκκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκούκκι τό, Θρᾴκ. (Γανόχ.) Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κουκκί.
Σημασιολογία
1) Πληθ., τὰ μετὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν καλῶν ὑπολειπόμενα κουκκιά, τὰ κατωτέρας ποιότητος Χίος. 2) Τὸ τελευταῖον γεννηθὲν τέκνον Θρᾴκ. (Γανόχ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA