ἀποσκουτεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκουτεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκουτεύω ἀμάρτ. ἀποσκουdεύω Κύθηρ. ’ποσκουτεύγω Μέγαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπό καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. σκουτεύω, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. scutum. Πβ. ἀποσκουτώνω.

Σημασιολογία

1) Καταφεύγω που εἴτε πρὸς διανυκτέρευσιν εἴτε πρὸς ἀνάπαυσιν, καταλύω Κύθηρ. : Ποῦ ἀποσκούdεψες; 2) Καταφεύγω ὑπὸ σκέπην, ἐξασφαλίζομαι Μέγαρ : Τοίτα νὰ χτίσῃς ᾽να μαυροσπιτάτσι νὰ ᾿ποσκουτέψῃς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/