ἀπομύσσομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομύσσομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομύσσομαι Ἰκαρ. ᾿πομύσ-σουμαι Ρόδ. ᾽πομύτ-τομαι Ρόδ. ἀπομύχτομαι ᾿Ικαρ. ᾽Αόρ. ἀπομύχτηκα Χίος (Κουρούν.) Προστ. ἀπομύξου Χίος.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀπομύσσομαι.
Σημασιολογία
Ἐκβάλλω τὴν μύξαν, καθαρίζω τὴν ρῖνα ἔνθ’ ἀν.: ᾿Επομύχτηκα μὲ τὸ μαντήλι Ρόδ. ’Πομύχτου, βρὲ μύξη! αὐτόθ. Συνών. ξεμυξιˬάζομαι (ἰδ. ξεμυξιˬάζω), ξεμυξίζομαι (ἰδ. ξεμυξίζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA