ἀπομυτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομυτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομυτίζω Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.) ἀπομυτ-τίζω Κάρπ. ἀπομυτάω Λευκ. ’πομυτ-τῶ Τῆλ. ᾿πημυτίζω ΑΛασκαράτ. Ποιήμ. 32.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. μύτι.
Σημασιολογία
1) ᾽Αποκόπτω τὸ ἀπόκαυμα τῆς θρυαλλίδος Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.): ᾿Απομύτιξον τὸ λυχνάριν. 2) Καταρρίπτω τινὰ προύμυτα, πρηνηδὸν Λευκ.: ᾎσμ. ’Απ’ τὰ μαλλιˬὰ μ’ ἐτσάκωσε, ᾿ς τὴ γῆς μ᾿ ἀπομυτάει. 3) Καταβάλλω μεγάλην προσπάθειαν ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Κιˬ ὁ πρόεδρος χωρὶς ἄλλο νὰ μιλήσῃ ’πημυτίζει νὰν τὴν ἀποστηθίσῃ. Συνών. προυμυτίζω. 4) ᾿Επιπλήττω, ἀποδοκιμάζω Κάρπ. Τῆλ.: ᾎσμ. Γιˬὰ σὲ μ’ ἀπομυτ-τίζουσι, γιˬὰ σὲ μ᾿ ἀποκουτ-τοῦσιν, γιˬὰ σένα μέσ᾿ ᾿ς τὸ σπίτι μας δὲ θέλουν νὰ μὲ ᾿οῦσιν (ἰδοῦσι) Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA