ἀποσκυβαλίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκυβαλίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσκυβαλίδι τό, Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Πελοπν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσκυβαλίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

1) Πληθ., τὰ σκύβαλα τῶν σιτηρῶν Κρήτ. Πελοπν.: ᾎσμ. Μὰ θέρισα κιˬ ἁλώνεψα, χίλιˬα μουζούριˬα ’κάμα, μὲ τ᾿ ἀποσκυβαλίδιˬα μου χίλιˬα καὶ πεντακόσιˬα Κρήτ. 2) Μετων. ἄνθρωπος ἀνάξιος προσοχῆς, ἀσήμαντος Κρήτ (Σέλιν.): Εἴμαστονε τ᾿ ἀποσκυβαλίδιˬα τοῦ κόσμου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/