ἀποκουμπιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκουμπιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκουμπιˬάζω ἀμάρτ. ἀποκουμπζω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κουμπιˬάζω.

Σημασιολογία

Ξεκουμπώνω ἔνθ’ ἀν.: Ἐπεκουμπσα τὸ γελέτι μ’ Ὄφ. || ᾎσμ. Ἔλα κάθ’κα ᾽ς σὰ γόνατα μ’ ἄς πλέκω τὰ μαλλία σ’, ἀποκουμπγ’, νὲ κύλλ᾿ κουτάβ’, ἂς φαίνετ’ ἡ καρδία σ᾿ Σταυρ. Συνών. ἀποκουμπώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/