ἀστούππωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστούππωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστούππωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀστούππουτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στουππωτὸς<στουππώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ στεγνωθεὶς δι᾽ ἀπορροφητικοῦ χάρτου, ἐπὶ γραφῆς διὰ μελάνης σύνηθ.: Γράμμα - μελάνι ἀστούππωτο. 2) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου αἱ ρωγμαὶ δὲν ἐφράχθησαν διὰ στυππείου, ἐπὶ ἀγγείου: Βαρέλλι ἀστούππωτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/