ἀποπουλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπουλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπουλῶ Δ.Κρήτ. ’ποπουλε͜ιῶ Κρήτ. (Κατσιδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. πουλῶ.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὴν πώλησιν, ἐξαντλῶ τὰ πωλούμενα ἔνθ’ ἀν.: Λίγα ᾿σανε και᾿ τὰ ᾿ποπούλησε γλήγορα Κατσιδ. Ἄμε τα ᾿ς τὸ δεῖνα μέρος νὰ τ’ ἀποπουλήσῃς (δηλ. τὰ μήπω πωληθέντα) Δ.Κρήτ. Συνών. ξεπουλῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA