ἀποσκυβαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκυβαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκυβαλίζω Κρήτ. (Κατσιδ.) Χίος (Καλημ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκύβαλο.

Σημασιολογία

1) Ἀποχωρίζω τὸν σῖτον ἀπὸ τὰ σκύβαλα διὰ τοῦ κοσκίνου Κρήτ. (Κατσιδ.) β) Συνάγω τὰ τελευταῖα σκύβαλα τοῦ ἁλωνίου Χίος. 2) Μεταφ κληρονομῶ καὶ τὰ λείψανα περιουσίας τινὸς Χίος (Καλημ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/