ἀστοχασιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστοχασιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστοχασιˬὰ ἡ, ἀστοχασία Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀστοχασίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀστοχασιˬὰ σύνηθ. ἀστουχασιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀστοχασὰ Νάξ. (᾽Απύρανθ.) κ.ἀ. ἀστουχασὰ Σάμ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. στόχασι. Οἱ τύπ. ἀστοχασία, ἀστοχασὰ καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) ᾽Απροσεξία, ἀπερισκεψία, ἀσυνεσία σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Αὐτὸ ποῦ κάνεις εἶναι ἀστοχασιˬά. Σ’ ὅλα φταίει ἡ ἀστοχασιˬά. Γελάει ὁ κόσμος μὲ τὴν ἀστοχασιˬά του. ’Αστοχασιˬὰ ποῦ τὴν ἔχει! ᾿Απὸ τὴν ἀστοχασιˬά του ὁ ἄνθρωπος πολλὰ παθαίνει κοιν. Μὲ τὴν ἀστοχασία σ᾽ κἀμμίαν ᾽κὶ θὰ προκόφτ’ς (οὐδέποτε θὰ προκόψῃς) Χαλδ. 2) ᾿Ολιγωρία Λυκ. (Λιβύσσ.) 3) Λησμοσύνη Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Συνών. ἀστοχησιˬά. Ἡ σημ. καὶ παρ᾿ Ἑλλαδ. 4) Περιφρόνησις Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA