ἀποσκυλλακῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκυλλακῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκυλλακῶ Κρήτ. (Ρέθυμν. Σφακ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. από καί του οὐσ. σκυλλάκι.
Σημασιολογία
1) Φέρομαι πρός τινα σκαιῶς οἱονεὶ ὡς πρὸς κύνα, ἐπιπλήττω ἔνθ’ ἀν.: Εἶdα τοῦ ᾿καμε καὶ τὸν ἀποσκυλλακᾷ πάλι; Ρέθυμν. Οὕλη τὴν ὥρα μ᾿ ἀποσκυλλακᾷς, δὲ μ’ ἀφίνεις ἥσυχο αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποπαίρνω 1. 2) Κακομεταχειρίζομαι Κρήτ. (Σφακ.): Ἀποσκυλλακῶ τὸ παιδί μου. 3) Ἀποδιώκω, ἐκδιώκω Κρήτ. : Κιˬ αὐτούνους καὶ τὰ ζά τωνε νὰ τ᾿ ἀποσκυλλακοῦσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA