ἀστόχαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστόχαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστόχαστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀστόχαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀστόχαστες Σκῦρ. ἀστόχαστε Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀστόχαστος.

Σημασιολογία

1) ’Ασυλλόγιστος, ἀπερίσκεπτος, ἀσύνετος, ἐπὶ ἀνθρώπων, λόγων καὶ ἔργων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀστόχαστος ἄνθρωπος. ᾿Αστόχαστη γυναῖκα. ᾿Αστόχαστο παιδί. Ἀστόχαστα λόγιˬα. ᾿Αστόχαστο κιˬ ἀσυλλόγιστο κεφάλι κοιν. Ἀστόχαστος γυναῖκα Κερασ. Τραπ. Χαλδ. || Παροιμ. ᾽Αστόχαστου κιφά’, πουδάριˬα κουρασμένα (ἐπὶ τοῦ ἐπιχειροῦντός τι ἀσυνέτως καὶ ὑποβαλλομένου εἰς διπλοῦν κόπον διὰ τῆς ἐπαναλήψεως τοῦ κακῶς γενομένου. Συνών. παροιμ. ἄβουλος - ἄσκεφτος - ἄστοχος νοῦς, διπλὸς ὁ κόπος) Σάμ. ’Αντίθ. στοχαστικός. β) Μωρὸς, ἀνόητος Ζάκ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Νάξ. (’Απύρανθ.) Σκῦρ. Στερελλ. (᾿Αράχ.) - Λεξ. Βυζ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄλαλος 4, ἄμυˬαλος 1 καὶ ἀνάποδος Α5δ. γ) ᾿Αδιάκριτος Λέσβ. Πόντ. (Οἰν.) δ) Ἀδιάντροπος, ὁ μὴ σεβόμενος τοὺς μεγαλυτέρους αὐτοῦ Λέσβ. Συνών. ἀδιˬάντροπος 1, ἀναιδής, ἀναίσχυντος, ἀνέντροπος, ἀποδιˬάντροπος, ξεδιˬάντροπος, ξεσκισμένος (ἰδ. ξεσκίζω), ξετσίπωτος, ἀντίθ. ντροπαλός. ε) ’Αμέριμνος, ξένοιαστος Λεξ. Δημητρ.: Ζῇ ἀστόχαστος. 2) Ὁ ἐκτελῶν τι ἄνευ προσοχῆς, ἀπρόσεκτος Κρήτ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾿Αστόχαστε, ξάνοιγε bρός σου νὰ μὴν πέσῃς! Κρήτ. ’Αστόχαστη εἶσαι καὶ γιˬὰ ᾽κε͜ιονὰ δὲ bαίρνεις τὴ δουλε͜ιὰ εὔκολα αὐτοθ. Πολλὰ ἀστόχαστον παιδὶν ἔε͜ις! (ἔχεις) Χαλδ. Βαρέα ἀστόχαστο γαρδέλλ’ εἶσαι! (γαρδέλλ’ = παιδὶ ) Ὄφ. ᾽Αστόχαστον ὁ μαθετὴς ίλ χρόν ’κὶ μαθάν’ Τραπ. Συνών. ἀπρόσεχτος, ἀστόχευτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/