ἀποπρήσκομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπρήσκομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποπρήσκομαι Ἄνδρ. Κρήτ. κ.ἀ. ’ποπρήσκομαι Σύμ. ἀποπρέσκουμαι Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. πρήσκομαι.

Σημασιολογία

1) Πρήσκομαι πολὺ Ἄνδρ. κ.ἀ.: ᾿Αποπρήστηκε τὸ μάτι σου - τὸ μάουλό σου - τὸ ποδάρι σου κττ. Ἄνδρ. 2) ᾿Αποβάλλω τὸ πρῆσμα, τὸ οἴδημα Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Σύμ.: ’Επεπρέστεν ἡ γερά μ' (ἡ πληγή μου) Τραπ. Πρεσμένο ἔτουνε τὸ ποδάρι μ᾿ ται᾽ hάρ’ ἐπεπρέστε Ὄφ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/