ἀποπρωινίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπρωινίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποπρωινίζω, ἀποπιρνίζω Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. *ἀποπρωινοῦ.

Σημασιολογία

’Αφυπνίζομαι ἐνωρίς, ἐγείρομαι τῆς κλίνης λίαν πρωὶ ἔνθ' ἀν.: ᾽Αποπιρνίζω και᾿ σ᾿κοῦμαι Τραπ. || Παροιμ. Κιˬ ἂν ἐπεπίρνιξ’ ὀρφανὸν τὸν ὕπνον ἀτ’ ἐχάσεν (ὅτι τῶν ὀρφανῶν καὶ ἀπροστατεύτων πᾶσα προσπάθεια ἀποβαίνει ματαία) Τραπ. Χαλδ. || ᾎσμ. Ὁ Γιˬάννες ἐπεπίρνιξεν καὶ ᾽ς τὸ νερὸν ἐπῆγεν, γαργάριξεν ἡ μαστραπά, ἐγνέφιξεν ὁ δράκων (ἐγνέφιξεν = ἐξύπνησεν) Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/