ἀπομωρίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομωρίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπομωρίλα ἡ, Πελοπν. (Κορινθ. Μάν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόμωρος καὶ τῆς καταλ. -ίλα.

Σημασιολογία

1) ᾽Απομωραμάρα, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶχα μιˬὰ ἀπομωρίλα ποῦ δὲν καταλάβαινα τί μοῦ 'λεγε Κορινθ. ᾿Απομωρίλα τὸν ἔχει πιˬάσει καὶ δὲ βλέπει ᾿ς τὸ δρόμο Μάν. ᾽Απὸ τὴν πολλὴ ζέστη μ᾽ ἔχει πιˬάσει ἀπομωρίλα αὐτόθ. 2) Τάσις πρὸς ὕπνον, ὑπνηλία Πελοπν. (Κορινθ.): ᾿Απομωρίλα σ᾽ ἔπιˬασε κιˬ ὅλο κοιμᾶσαι; Ρῖξε λίγο νερὸ ᾽ς τὰ μοῦτρα σου νὰ σοῦ φύγῃ ἡ ἀπομωρίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/