ἀποκουρὰν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκουρὰν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
Ἐκ τῆς φρ. ἀπὸ κουράν.
Ετυμολογία
Μὲ τὴν σειρὰν ὅλοι, ὅλοι μαζί, σωρηδὸν ἔνθ’ ἀν.: Ἀποκουρὰν ἔρταν τὰ οἰκογένειας ἀσ’ σὰ παρχάρ (ἀπὸ τὰ θερινὰ βοσκοτόπια) Χαλδ. Ἀποκουρὰν σκοτοῦνταν τὰ παλληκάρ ᾿ς σὸν πόλεμον αὐτόθ. Ἀποκουρὰν σπόγγ’σον - σώρεψον (σκούπισε - μάζεψε) Ἀμισ. Ἀποκουρὰν ἔπαρ᾿ ’τα κ᾿ ἔλα αὐτόθ. || Φρ. Ἀποκουρὰν ἐπέρεν τὸν κόσμον (ἐγύρισε ὅλον τὸν κόσμον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA