ἀποσούρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσούρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσούρι τό, Σκῦρ. ἀποσούριν Ἰκαρ. 'ποσούρι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ᾽πουσούρ᾿ Μακεδ. (Βραχοπλ.) ᾿πουσόρ’ Μακεδ. (Βλάστ.) ’ποσιˬούριν Κύπρ.-ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ 2,83.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσέρνω, παρ’ ὃ καὶ ἀποσούρνω, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ι.

Σημασιολογία

1) Σάρωθρον ἐκ θάμνων μετὰ μακροῦ στειλεοῦ χρησιμοποιούμενον συνήθως εἰς τὰ ἁλώνια, στάβλους καὶ αὐλὰς Σκῦρ. : ΙΙᾶρ᾽ τ᾿ ἀποσούρι τσαὶ φροκάλ’σε τ᾽ν αὐλή, γιˬατ᾿ ἡ σκούπα τρώεται. 2) ᾽Επὶ ἐνδυμάτων, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον πολὺ ἐφορέθη καὶ κατέστη ἄχρηστον Εὔβ (Αὐλωνάρ.) : Δῶσε τῆς φτωχῆς κἄνα ᾽ποσούρι νά ντύσῃ τὰ παιδιˬά της. β) Συνεκδ. ἀπόρριμμα Κύπρ. -ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Κρατοῦν σε μέσα ’ς τὸ χωρκὸν τέλεια γιˬὰ ᾿ποσιˬούριν ΔΛιπερτ ἔνθ’ ἀν. 3) Τὸ μικρὸν καὶ συνήθως ἀτελὲς ᾠόν. τὸ ὁποῖον ἐνίοτε γεννοῦν αἱ ὄρνιθες κατὰ τὸ τέλος τῆς ᾠοτοκίας Μακεδ. (Βραχοπλ.) 4) Συνεκδ. τὸ τελευταῖον γεννηθὲν τέκνον Μακεδ. (Βλάστ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι, ἀπόσπερμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/