ἀποπυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπυρίζω ἀμάρτ. ’ποπυρίζω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόπυρος.
Σημασιολογία
1) Κάμνω ὥστε νὰ ἀπαλλαγῇ τις τοῦ πυρετοῦ. 2) Ἐπὶ τοῦ πυρετοῦ, ἀφίνω τινά, παύω νὰ κατέχω αὐτόν: Τὸ ριὸν ἐποπύρισέν τον (τὸν ἄφησεν ὁ πυρετός, ἡ κρίσις τοῦ πυρετοῦ παρῆλθεν). || ᾎσμ. Ἄνθρωπος γιˬὰ τὲς ὄμορφες πέφτει καὶ τουουντίζει, πιˬάν-νει τον βράστη καὶ ριὸν καὶ δὲν τὸν ᾿ποπυρίζει (ριόν = ρῖγος, πυρετός, τουουντίζει = σκέπτεται).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA