ἀποσουρώνω (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσουρώνω (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσουρώνω (ΙΙ), ἀμάρτ. ᾿ποσουρών-νω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σουρώνω (ΙΙ).

Σημασιολογία

᾿Αποβάλλω τοὶς σοῦρες, τὴν ρικνότητα, γίνομαι λεῖος: ᾽Ποσούρωσ᾽ τὸ βρατίν σου ν᾿ ἀν-νοίξῃ. ’Ποὺ τὸ φαεῖν τὸ καλὸν ἀρκινᾷ νά ᾿ποσουρών-νῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/