ἀπορδινιˬάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορδινιˬάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορδινιˬάζομαι Νάξ. (’Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ὀρδινιˬάζομαι.

Σημασιολογία

'Ετοιμάζομαι τελείως, τελειώνω τὰς ἑτοιμασίας μου: Μ’ ἀκόμα ᾿ρδινιˬάζεσαι ποῦ νὰ μὴ dὸ σώσῃς ν’ ἀπορδινιˬαστῆς! Δὲν εἶμ’ ἀκόμ᾿ ἀπορδινιˬασμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/