ἀπορεξίσκομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπορεξίσκομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπορεξίσκομαι Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπό, τοῦ οὐσ. ὄρεξι καὶ τῆς καταλ. -ίσκομαι, δι᾿ ὃ ἰδ. -ίσκω.
Σημασιολογία
’Αποβάλλω, χάνω τὴν ὄρεξίν μου, τὸν πόθον μου, ἀπογοητεύομαι: ᾽Επορεξίστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA