ἀπόρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόρευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) Χίος.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπόρευτος.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ τόπου, ὁ δι᾿ οὗ δὲν δύναταί τις εὐκόλως νὰ πορευθῇ, δύσβατος, ἄβατος Πελοπν. (Καλάβρυτ.): ᾿Απόρευτος τόπος - λόγγος. ᾿Απόρευτη στράτα. β) Οὐδ. οὐσ., τὸ ἀδιέξοδον, τὸ οὐκ ἐνδέχεσθαι ἄλλως Χίος: Ὁ βασιλὲς σὰν εἶδε πεὰ τ᾿ ἀπόρευτον, τοῦ εἶπε (ἐκ παραμυθ.) 2) ᾽Επὶ οἰκίας, δύσκολος, δυσοικονόμητος Πόντ. (Κερασ.): ᾿Απόρευτον ὁσπίτιν. Συνών. ἄβολος Α1. 3) Ὁ μὴ τεθεὶς εἰς τὴν οἰκείαν ἤ πρέπουσαν θέσιν ἰδίᾳ πρὸς φύλαξιν, ὁ μὴ τακτοποιηθεὶς Πελοπν. (Μάν.): Πόρεψέ το τὸ γλυκὸ’ς τὴν ντουλάπα, μὴν τ᾿ ἀφίνῃς ἀπόρευτο. Δὲ θέλω νὰ βλέπω ἀπόρευτα τὰ πράματα. 4) ᾿Επὶ ἀνθρώπου, ὁ δυσκόλως τὰ ἑαυτοῦ οἰκονομῶν, πτωχός, δυστυχὴς Πελοπν. (Κορινθ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ἄχαρε κιˬ ἀπόρευτε! (τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας νὰ ἀποξενωθῇς! ’Αρὰ) Κερασ. Συνών. ἄπορος 1. 5) ’Επὶ ἀγροῦ, ἄφορος Πελοπν. (Καλάβρυτ.): ᾽Απόρευτο χωράφι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/