ἀποκουριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκουριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποκουριˬὰ ἡ, Πελοπν (Βούρβουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κουρεύω.

Σημασιολογία

Ἄκρον κλάδου κλαδευθέντος παλαιότερον: Μὲ πῆρε νιˬ’ ἀποκουριˬὰ ᾿κεῖ ποῦ κλάδευα. Πβ. ἀποκουρὰ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/