ἀποναρκώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποναρκώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποναρκώνω λογ. ἐνιαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποναρκῶ.

Σημασιολογία

Ναρκώνω, οἱονεὶ ἀναισθητίζω τινά, γοητεύω λόγ. ἐνιαχ.: Τὸ νησὶ τὸν ἀπομάγευε, τὸν ἀπονάρκωνε ΓΨυχάρ. Ζωὴ κι ἀγάπ. 20. Τὸν ἀπονάρκωσαν γιˬὰ νὰ τὸν κλέψουν Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/