ἀποκούριν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκούριν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκούριν (Ι) τό, ἀμάρτ. ἀποκούρ’ Πόντ. (Ἀμισ. Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κουρίν.
Σημασιολογία
1) Ὑπόλειμμα κεκαυμένον χονδροῦ ξύλου Ἀμισ. Συνών. ἀποκαΐδι 1, ἀποκάμιν. 2) Ξύλον ἐκ τοῦ ὑπογείου κορμοῦ ἢ ἐκ τῶν ριζῶν τοῦ δένδρου ἀποκοπτόμενον Σάντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA