ἀποσπέρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσπέρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποσπέρα ἐπίρρ. ἀποσπέρας Κρήτ. Κύπρ. Σύμ.-Λεξ. Βάιγ Πρω. ᾿ποσπέρας Κύπρ. Κῶς Ρόδ. ταποσπέρας Ρόδ. ἀποσπέρα πολλαχ. ταπουσπέρα Λυκ. (Λιβύσσ.) ταπισπιροῦ Λέσβ. Χίος (Μεστ.) ἀποσπεροῦ πολλαχ. καὶ Καππ. (᾿Αραβάν. Σινασσ.) ἀποεροῦ Τσακων. ταποσπεροῦ Πελοπν. (Βούρβουρ. Τρίκκ.) ἀπουσπιροῦ Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ.) ἀπισπιροῦ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ. ᾽πισπιροῦ Χίος (Μεστ.) ταπουσπιροῦ Λέσβ. ἀποσπεροῦς Κρήτ. ἀπεσπερὶς Νίσυρ ἀποσπερὶς πολλαχ. καὶ Πόντ (Τραπ.) ἀποσπερὶ Προπ. (Κούταλ.) ἀπουσπιρὶ Λῆμν. Μακεδ. ἀπουσπιρὶς Ἤπ. Λέσβ. Σάμ. Σκόπ. ᾽ποσπερὶς Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κύπρ. ποσπερὶ Προπ. (᾿Αρτάκ.) Ρόδ. ᾿πουσπιρὶ Θρᾴκ. (Κομοτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς φρ. ἀπὸ ἑσπέρας. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Ὁ τύπ. ἀποσπέρας καὶ παρὰ Βλάχ. Περὶ τοῦ τύπ. ἀποσπεροῦ, ὁ ὁποῖος καὶ ἐν Χρον. Μορ. 3868 (ἔκδ. JSchmitt), πβ. καὶ ἀπώρας-ἀπωροῦ καὶ ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 25 (1913) 290. Περὶ τοῦ τύπ. ἀποσπερὶ ἀπαντῶντος τὸν 16ον αἰῶνα ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επετ Φιλοσ. Σχολ. Πανεπ. Θεσσαλον. 1 (1927) 20. Ὁ τύπ. ἀποσπερὶς καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) ᾽Αφ᾿ ἑσπέρας, ἀπὸ τὸ βράδυ πολλαχ. : Τὸ γλέντι βάσταξε ἀποσπέρα ὥς τά ξημερώματα. ᾿Αρχίσαμε ἀποσπεροῦ κ᾿ ἐτελειώσαμε τὰ μεσάνυχτα πολλαχ. ᾿Αποσπεροῦ ᾿ρχίσαμεν τὸν χορὸν ὥς τοῦ μεσονυχτιˬοῦ Κάρπ. || Γνωμ. Τὰ θελὰ κάμῃς τὸ πωρνὸ ἀποσπερὶς μελέτα Νίσυρ. || ᾎσμ. Ἀποσπερὶς ὥς τὸ ταχὺ ᾽ς τὸ σουραῒ νὰ μένω, ᾿πὸ τοῦ κρασιˬοῦ τὴν μυρωδιˬὰν τίποτε δὲν παθαίνω Κῶς. 2) Κατὰ τὴν ἑσπέραν ἰδίᾳ τὴν προηγουμένην πολλαχ. καὶ Καππ. (’Αραβάν.) Πόντ. : Θά ’ρθω ἀποσπεροῦ τὸ Σαββάτο Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ἡ Πούλε͜ια βγαίνει ἀποσπεροῦ Σίφν. ᾿Αποσπέρας νά ἔρθῃς γιὰ νὰ φύγωμε πρωὶ πρωὶ Κρήτ. ᾿Επῆγα καὶ τὸν εἶδα ἀποσπερὶς αὐτόθ. Ἅμαν εἶνι νὰ πάς πούβιτα, πρέπ’ νά κά ς τ᾿ δ’λε͜ιά σ᾿ ἀπουσπιροῦ Λέσβ. (Πάμφιλ.) ᾿Απ’ ταπισπιροῦ (ἀφ’ ἑσπέρας) Λέσβ. ’Ποὺ ταποσπέρας ἦρτε Ρόδ. ’Ποσπερὶς ἀντάμωσά τον νάκ-κον, ἀμ-μὰ ὕστερα ᾿ὲν τὸν ἐξαναεῖδα Κύπρ. Βράζω τὸ γάλα μ’ ᾽ποσπέρας γιˬὰ νὰ συνάξω τὴν τσίπ-παν τὸ πρωὶ αὐτόθ. ’Ποσπέρας ἐκάθετουν μετά μας ’ς τὸν καβενὲν Κύπρ. (Λεμεσ.) Πο͜ιὸς ἤτανε ἀποσπεροῦ ποῦ φώναζε; Τρίκκ. ᾿Αποσπεροῦ εἶδα ᾽ς τὸν ὕπνο μου τὴ Μεγαλόχαρη Λακων. ᾿Αποσπέρα ἔκανε κρύο Κύθηρ. || Ἄσμ. Καὶ dήν αὐγὴ μὲ τὴ δροσιˬὰ καὶ ᾽ποσπερὶς μὲ τ’ ἄστρο Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἄ δὲ γεναῖκαν ὀκνιˬαρκὰν ἀποσπεροῦ κουτσίζει, βάλ-λει ’κοσ’πέντε τράντ’ ἀφκά, κάθεται τηανίζει Κύπρ. ’Σ τσοὶ δεκαφτὰ τοῦ Γεναριˬοῦ τ᾽ ἅγιˬ-Ἀdωνιˬοῦ ἀποσπέρα ἕνα παπώρι ἔρχεται ἀπὸ τὴν ᾿Εgλιτέρρα Κρήτ. Πόσα παράδικα θουρᾷ ὁ νήλιˬους τὴν ἡμέραν κὶ τοὺ φιγγάριν τὴν αὐγὴν κὶ τ’ ἄστρα ἀπ’ ταπουσπέρα Λιβύσσ. ᾿Απεσπερὶς τοῦ τό ’λεγε καὶ τὸ πρωὶ τὸ κάμει Νίσυρ. ᾽Αποσπερὶς τὸ ᾿κάμνασιν καὶ τὸ πωρνὸν ἐχάλα Ρόδ. Πο͜ιὸς εἶδεν ἥλιˬο ἀποσπερὶς κιˬ ἄστρα τὸ μεσημέρι; Χίος. Ἡ σημ. καὶ ἐν ’Ερωτοκρ. Α 1127 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)«ἐθώρειεν τη ποῦ βρίσκουντον ταχὺ νύχτ’ ἀποσπέρα». Συνών. ἀπόβραδα, ἀπόβραδο 3, ἀποβραδὺς 1, *ἀποσπερινοῦ. 3) Τὴν ἑσπέραν τῆς σήμερον, ἀπόψε Λέσβ. Μακεδ. Πελοπν. (Αἴγ. ’Ανδρίτσ. Ἀρκαδ. Βαλτέτσ. Βαμβακ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Καλάμ. Κυνουρ. Λάστ Μάν. Μεγαλόπ. Μεσσ. Πύλ. Τρίκκ. Τριφυλ.) Τσακων. κ.ἀ.: Θὰ φύγω ἀποσπεροῦ Καλάβρυτ. Ἀποσπεροῦ νὰ μὲ περιμένῃς Μάν. Ἦρθε ἀποσπεροῦ Τρίκκ. Ἔλα ἀποσπεροῦ νὰ καθίσωμε Πελοπν. Πυρωθῆτε, τὶ κάνει κρύ’ ἀποσπεροῦ Κυνουρ. ᾿Αποσπεροῦ θὰν τὸν παραφυλάξω Βαλτέτσ. Θέ’νὰ τά ’τοιμάσουμι ἀπουσπιρὶ ὅλα Μακεδ. Ἔα ἀποεροῦ νὰ κατσάμε (ἔλα ἀπόψε νὰ καθίσωμε) Τσακων. ‖ ᾌσμ. Κιˬ ἄι ποῦ νὰ μείνω ἀποσπεροῦ κιˬ ἄι ποῦ νὰ μείνω ἀπόψε; Βούρβουρ. Σαράντα γύρους τό ’φερα ἀποσπεροῦ τὸ μνῆμα, γιὰ νά ’βρω τόπο νὰ σταθῶ καὶ πόρτα νά περάσω (ἐκ μοιρολ.) Τριφυλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ᾿Ιδ. Χρον. Μορ. ἔνθ᾽ ἀν. «νὰ φύγωμεν ἀποσπεροῦ οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου». Συνών. ἀπόσπερα 1, ἀπόψε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA