ἄπορος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπορος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπορος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (’Αμισ. ’Αργυρόπ. Ἴμερ. ᾿Ινέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) ἄπουρους βόρ. ἰδιώμ. ἄπουρας Μακεδ. (Βελβ. Σιάτ.) ἄπορο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄπορε Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄπορος.
Σημασιολογία
1) Πτωχός, ἐνδεὴς κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. ᾽Αργυρόπ. Ἴμερ. ’Ινέπ. Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Συσσίτιˬα γιˬὰ τοὺς ἀπόρους. Πηγαίνει ’ς τὴ σχολὴ τῶν ἀπόρων κοιν. Ὁ βασιλέας μὲ τὰ κορίτ τ᾿ ἔρθαν ἐκεῖ νὰ τεροῦν, ἄν οἱ δοῦλ’ ἐτέρ’ναν καλὰ τ᾽ ἄπορους (ἐκ παραμυθ.) ᾽Αργυρόπ. Ἄλλ’ ἔσαν ἄποροι κιˬ ἄλλ᾽ ζαντοὶ (τρελλοὶ) Κερασ. Αὐτὸς εἶναι ἔρημος κιˬ ἄπορος Ἤπ. (Πωγών.) Εἶνι ντὶπ ἄπουρους, δὲν ἔ᾽ ψουμὶ νὰ φά' Μακεδ. (Σισάν.) || Παροιμ. φρ. Ἄπορον μὲ τὸν πορεμένον (ὅτι ὁ πτωχὸς βοηθεῖται ὑπὸ τοῦ εὐποροῦντος) Κερασ. Ὁ ἄπορος τὸν ἀδύνατο (ὁ πτωχὸς τὸν πτωχὸν βοηθεῖ) Ἰνέπ. Συνών. ἀπόρευτος 4, ἀντίθ. πορεμένος (ἰδ. πορεύω). 2) Ὁ διὰ σωματικὸν ἐλάττωμα ἀνίκανος πρὸς ἐργασίαν, ἀνάπηρος Πόντ. (᾽Αμισ. Ἴμερ. Κερασ. Οἰν. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Βοηθῆστε με τὸν ἄπορον Κερασ. Ἅμον ἄπορος μ᾿ εἶσαι! (μὴ εῖσαι σὰν ἄπορος!) Ἴμερ. β) ’Ασθενὴς καὶ ἰδίᾳ ὁ παραλυτικὸς Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸ έρι μ᾿ ἄπορο ἔν᾿ (εἶναι παράλυτον) Ὄφ. Τι δὲν νὰ ’φτάω ’κ’ ἐπορῶ, ἄπορος εἶμαι (τίποτε δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω, ἄρρωστος εἶμαι) Χαλδ. 3) ᾽Ανίκανος περὶ τὴν ἐκτέλεσιν ἐργασίας τινὸς Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Συνών. ἀδέξιˬος (Ι) 2. 4) Καθόλου ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, κακός, ἀνάξιος, φαῦλος Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σούρμ.): Μαῦρε, ἄπορε! (ἐπίπληξις) Κερασ. Ἄπορος ἄνθρωπος ἔν᾿ Ὄφ. Βαρέα ἄπορο γαρδέλλ’ εἶσαι (πολὺ κακὸ παιδὶ εἶσαι) αὐτόθ. Ἄπορο ἔν’ ἀτὸ τὸ μῆλο αὐτόθ. 5) ’Αδύνατος, ἰσχνός, ἀνεπαρκὴς εἰς σάρκα ἢ πάχος κττ. Κύπρ. Λέσβ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Ρόδ.: Τὸ ἑφταμηνίτικο παιδὶ εἶναι ἄπορο Γαλανᾶδ. ᾽Εγεννήθη ἄπορον Κύπρ. Οὐρνίθιˬα ἄπουρα Λέσβ. Κριγιˬὰς ἄπουρου αὐτόθ. Ἄπορον κρεˬὰς Ρόδ. β) Ὁ στερούμενος ἰκμάδος, λεπτόγεως Ρόδ. Ἄπορο χωράφι. 6) Δυστυχὴς, ἀξιολύπητος Λῆμν.: Ἔ, οὑ ἄπουρους, δ᾽λειˬὰ πὄπαθιν! β) Ἐπὶ πραγμάτων σχετλιαστικῶς μὲ ἐπισκότησιν τῆς ἐννοίας (α) Ἐπὶ κακοῦ Θρᾴκ. (Μυριόφ.) ’Ιων. (Κρήν.) Χίος (Χαλκ.): Ἔ, τὸ ἄπορο, ξινὸ ποῦ ᾽ναι! (ἐνν. τὸ πορτοκάλι) Χαλκ. Ἄπορος καιρὸς Μυριόφ. Τὸ ἄπορο, ὄμορφο ποῦ ’ναι! Κρήν. (β) Ἐπὶ καλοῦ Θρᾴκ. (Μυριόφ.): Πῆρε τὸν ἄπορο καρπὸ (τὸν ἐκτάκτως πολὺν) Ἔχει τὸν ἄπορο τὸ βιˬὸ (πολὺν πλοῦτον). 7) Ὁ μὴ δεκτικὸς ἀναβολῆς Καλαβρ. (Μπόβ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA