ἀπορράβδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορράβδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπορράβδι τό, ἀμάρτ. ᾽πορράβδι Εὔβ. (Ἀνδρων. Κονίστρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπορραβδίζω καὶ τῆς καταλ. -ι.

Σημασιολογία

Πληθ., ἐπὶ συγκομιζομένων καρπῶν διὰ ραβδίσματος, οἷον ἐπὶ ἐλαιῶν, ἀμυγδαλῶν, καρυῶν, δρυῶν, ὁ ἐπὶ τοῦ δένδρου ἢ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους διαφυγὼν τὴν συλλογὴν καρπὸς ἔνθ’ ἀν.: Πᾶμε γιὰ ᾿πορράβδιˬα. Ἔχου ἕνα ταρπὶ ἐλαι͜ὲς ᾿πορράβδιˬα (ταρπὶ = κόφινος μέγας πλεκτός). Μαζώγου ’πορράβδιˬα. Συνών. ἀπόβακλο, ἀποκλώνιν, ἀπόλιδο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/