ἀποκουτσαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκουτσαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκουτσαίνω σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κουτσαίνω.
Σημασιολογία
1) Καθιστῶ τινα ἐντελῶς χωλόν: Κοίτα μπρός σου καὶ μ᾿ ἀποκούτσανες. Ἤτανε κουτσός, τώρᾳ ποῦ ἀρρώστησε ἀποκουτσάθηκε. 2) Ἐπὶ ἐπίπλων, ταράττω τὴν εὐστάθειαν: Πῆγε νὰ διορθώσῃ τὸ τραπέζι καὶ τὸ ἀποκούτσανε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA