ἀποσπερινιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπερινιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσπερινιˬάζω ἀμάρτ. ἀποσπερ’νιˬάζω Θήρ. Κρήτ. κ. ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ του ρ. ἑσπερινιˬάζω.

Σημασιολογία

Τελειώνω τὸν ἑσπερινὸν τῆς ἐκκλησίας ἔνθ’ ἀν. : Ὁ παππᾶς ἠποσπέρ’νιˬασε Θήρ. Ἀποσπερ’νιˬάσαν οἱ--ἐκκλησιˬὲς Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/