ἀπομωραίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομωραίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομωραίνω Ἤπ. Κέρκ. ἀπομουραίνου Πελοπν. (Λακων.) ἀπουμουραίνου Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. Μακεδ. Σκόπ. ᾽πομουραίνω Μέγαρ. Μέσ. ἀπομουραίνουμι Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀπουμουαίνουμι Σαμοθρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀπομωραίνω.

Σημασιολογία

1) Καθιστῶ τινα μωρόν, κάμνω τινὰ νὰ πάθῃ νωθρότητα σκέψεως, ἀποχαύνωσιν ἔνθ’ ἀν.: Μ’ ἀπομώρανε ὁ Θεός καὶ δὲν τὸ κατάλαβα Ἤπ. Θὰ τοὺν πιˬὰκου καὶ θὰ τοὺν ἀπομουράνου ᾽ς τοὺ ξύλου Μακεδ. Καὶ μέσ. σκοτίζομαι, πάσχω νωθρότητα σκέψεως, καθίσταμαι ἀνόητος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπουμουράθ’ κι κι᾽ δὲν ἔτριχι νὰ γλυτώσ’ τοὺ πιδὶ που ἤθιλι νὰ τοῦ πατήσ’ τοὺ ἄλουγου Αἶν. Δὲν ξέρου πῶς ἀπουμουράθ’κα κὶ δὲν πῆρα τοὺ λᾴδι μ᾿ ᾽ς τοὺν κιρό τ’ Αἰτωλ. ’Απουμουραίνιτι οὑ ἄνθρουπους κἀμπόσις φουρὲς κὶ δὲν ξέρ' τί κά’ αὐτόθ. Καταλάγιˬασε τώρᾳ, βρέ, ᾿πομουράθης πλέας; Μέγαρ. Μετοχ. ἀπομωραμένος = ἀπηλιθιωμένος. Συνών. ξεμωραμένος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Κυνοσόφ. (ἔκδ. RHercher ἐν Αἰλιαν. 2, 590) «κύνα λυττῶντα οὕτως γνώσῃ. πρῶτον μὲν ἵσταται ἀπομεμωραμμένος». Συνών ἀπομωρώνω. 2) ᾿Επὶ ἑτοιμοθανάτου, εὑρίσκομαι εἰς κωματώδη κατάστασιν Πελοπν. (’Αδριανούπ.): ᾿Απομωράθηκε, δὲ ζῇ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/