ἀποκοφτικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκοφτικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποκοφτικὸς ἐπίθ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκόφτω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀποκόβω, καὶ τῆς παραγωγικῆς κατάλ. -ικός.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ ἐργασίας, ἀγορᾶς κττ., ὁ συνολικῶς, ὁ κατ’ ἀποκοπὴν ἀναλαμβανόμενος: Ἀποκοφτικὸ σκάψιμο. Ἀποκοφτικο πῆρε τ’ ἀbέλι. 2) Ὁ κατ’ ἐπιβολὴν, κατ’ ἀνάγκην ἐκτελούμενος, ὑποχρεωτικός: Ἀποκοφτικὸ μοῦ τό ᾿δωκες;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA