ἀπόκοφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόκοφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόκοφτος ἐπίθ. Κρήτ. Κύπρ. – ΠΛιασίδ. Τὰ φκιόρ. τῆς καρκ. 20
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀποκοφτὸς < ἀποκόφτω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀποκόβω, προσλαβὸν σημ. στερήσεως διὰ τῆς προπαροξυτονίας. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ νεογνῶν, ὁ μὴ ἀποκεκομμένος τοῦ θηλασμοῦ, ὁ μὴ ἀπογαλακτισθεὶς Κύπρ.: ᾿Ρίφιˬα ἀπόκοφτα. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐκτιμηθῇ, ἀνεκτίμητος, ἀτίμητος, ὁ πολλοῦ ἄξιος Κρήτ. Κύπρ. ΠΛιασιδ. ἔνθ.’ ἀν.: Ποίημ. ’Σ τοὺς οὐρανοὺς ἀντέλισσα νά ᾿σουν τῆς παραείσου μ᾽ ἕναν ἀμ-με ’εν νὰ βρεθῆς | ὅι ’ς τὴν γῆν νὰ γεννηθῇς τιˬ ἀπόκοφτ’ ἡ τιμή σου ΠΛιασίδ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA