ἀπορρεμπελεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορρεμπελεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορρεμπελεύω Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἀπορρεbελεύω Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ρεμπελεύω.

Σημασιολογία

Γίνομαι ἐντελῶς ἀκατάστατος, ἀτίθασος: Πάει, ἀπορρεμπέλεψε ὁ γιός σου Μάν. Κλείσανε τὰ σχολεῖα κιˬ ἀπορρεμπελέψανε τὰ παιδιˬὰ ἐνιαχ. Ἤτονε ρέbελο, μὰ οἱ φίλοι ἐπορρεbελέψα dο Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Ἤκατσεν πάλι μέσ᾿ ᾿ς τσοὶ ρύμνες κ’ ε’πορρεbέλεψε αὐτόθ. ᾽Απορρεbελεμένος εἶσαι πάλι ἐουτὲς τσοὶ μέρες αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/