ἀπορρέσ-σω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορρέσ-σω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορρέσ-σω ἀμάρτ. ’πορρέσ-σω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ρέσσω. Πβ. ΣΜενάρδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 37 (1925) 77.

Σημασιολογία

1) ᾿Επὶ ὕδατος, διαπερῶ τι, διέρχομαι διὰ τῶν πόρων τινός: Τὸ νερὸν ἐπόρρεξεν τὰ ροῦχα μου ἢ ἐπόρρεξεν 'ποὺ τὰ ροῦχα μου. 2) Ἐπὶ τοῦ ὑφάσματος, ἀφίνω νὰ διαπεράσῃ, νὰ διαρρεύσῃ: Τὰ ροῦχα 'ὲν ᾽πορρέσ-σουν ὅσα νερὰ τιˬ ἄνε π-πέσουν ’πάνω τους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/