ἀπορρημάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορρημάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορρημάζω σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ρημάζω.

Σημασιολογία

Καθιστῶ τι ἐντελῶς ἔρημον, ἄνευ κατοίκων: 'Εφτὰ ὀχτὼ χρόνιˬα ἔμεινε σχεδὸν ἔρημο τὸ νησί... ἔρχονταν μονάχα... κουρσάροι καὶ τὸ ἀπορρήμαζαν ΙΔραγούμ. Σαμοθρ. 2 30. Ἀμτβ. καθίσταμαι ἐντελῶς ἔρημος, ἀπαλλοτριοῦμαι ἐπιμελείας, καλλιεργείας κττ. πολλαχ.: Ἄφησε τ’ ἀμπέλι του κιˬ ἀπορρήμαξε. Ρημασμένο ἤτανε, μὰ τώρᾳ ἀπορρήμαξε Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/