ἀπόρριμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόρριμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόρριμμα τό, λόγ. κοιν. καὶ δημ. πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿πόρριμμα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Κύπρ. ’πόρριμμα Εὔβ. (Στρόπον.) ᾿π-πόρριμμαν Κύπρ. ἀπόρρ’μμα Ἤπ. Θεσσ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Λεπεν.) ἀπόρριγμα Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Μάν.) ἀπόρρ’γμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Πήλ.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ.) ’πέρριμμα Πόντ. ἀπόρριμ-μα Καλαβρ. (Μπόβ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀπόρριμμα.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Πᾶν τὸ ἀπορριπτόμενον ὡς ἄχρηστον κοιν. 2) Κόπρος Κύπρ.: ᾎσμ. Γιˬατὶ μὲ τὰ ’πορρίμματα σ᾽ ἀλείφω τὴ μουτούνα. 3) Τὸ ἐκχυνόμενον σπέρμα ζῴων καὶ ἀνθρώπων Κεφαλλ. Κύπρ.: ᾿Επετάχτησαν τὰ ᾿πορρίμματα τοῦ γαδάρου π᾿ ἀπ-πήδησεν τῆς γαδάρας Κύπρ. 4) Ἐπὶ ζῴων, τὸ ἐκτρωθὲν ἔμβρυον πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.): Τὸ ζῷ ἀπόρριξε κ’ ἐκεῖνος ἀποπίσω ἐπῆρε τὸ ἀπόρριμμα Πελοπν. Τσ' ἱφτὰ μῆνις τ᾿ ἀπόρρ’γμα ζῇ, τσ’ οὐχτὼ πιθαί’ κιˬ αὐτὸ κ’ ἡ μάννα Θεσσ. (Πήλ.) Συνών. ἀπόβαλμα 2. 5) Δέρμα ἐκτρωθέντος ἐμβρύου αἰγὸς ἢ προβάτου μεταβαλλόμενον εἰς καπνοσακκούλλαν Στερελλ. (Λεπεν.) 6) Χόρτον φυόμενον μετὰ βροχὴν περὶ τὸ τέλος τοῦ θέρους καὶ μετ’ ὀλίγον ξηραινόμενον Στερελλ. (Λεπεν.): Αὐτὸ εἶνι ἀπόρρ’μμα κὶ θὰ ξιραθῇ. 7) Πληθ., τὰ εἰς τοὺς νεονύμφους καταχύσματα Πόντ. Β) Μετων. 1) Ἄνθρωπος ἐστερημένος πάσης ἀρετῆς, ἀνήθικος, κακὸς Πελοπν. (Μάν.): Δὲ σὲ εἶδα νὰ πάς καὶ μ’ ἕνα καλὸνε ἄνθρωπο, ὅλο μὲ τ᾿ ἀπορρίμματα κάνεις παρέα. 2) Μικρόσωμος, δυσειδὴς πολλαχ: Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἕνα ἀπόρριμμα Ἤπ. Ἔκαμε κιˬ αὐτείνη ἕνα ἀπόρριμμα καὶ τὸ καμαρώνει Λευκ. Νά, ’ς τὰ μάτιˬα σου, ἀπόρριμμα! Πελοπν. (Οἰν.) Βρὲ ἀπόρριμμα! Πελοπν. (Λακων.) ᾿Απόρρ’μμα τ᾿ κιˬαρατᾶ! Αἰτωλ. Ἄιˬντε, βρὲ ἀπόρρ’μμα! Θεσσ. Νὰ χαθῇς, ἀπόρρ᾿μμα! 'Αράχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/