ἀπορριμμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπορριμμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπορριμμὸς ὁ, Κρήτ. (Ἔμπαρ. Κατσιδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπορρίχνω.
Σημασιολογία
Ἡ παραμέλησις ἑαυτοῦ, ἡ ἐγκατάλειψις ἑαυτοῦ εἰς τὴν τύχην ἔνθ’ ἄν.: Ἔ, καηˬμένε, κ᾽ εἶdα ᾽ναι ὁ ἀπορριμμός σου καὶ τάξε πῶς εἶσαι ἑκατὸ χρονῶ γέρως! (καὶ τάξε πῶς=ὡσὰν νὰ) Ἔμπαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA