ἀπορριξιμα͜͜ιὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπορριξιμα͜͜ιὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπορριξιμα͜͜ιὸς ἐπίθ. Θήρ. Κρήτ. Μεγίστ. κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. ἀπουρριξιμα͜ιὸς Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿πορριξιμα͜ιὸς Α. Ρουμελ. Θρᾴκ. (Σωζόπ.) Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. ’πουρριξιμα͜ιὸς Λέσβ. ἀπορριψιμα͜ιὸς Κύπρ. ᾿πορριψιμα͜ιὸς Κύπρ. ἀπορριχτιμα͜ιὸς Νάξ. (᾽Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. ριξιμα͜ιός. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 22 (1910) 241.
Σημασιολογία
1) Ὁ οἱονεὶ ἀπερριμμένος, περιφρονημένος ἔνθ’ ἀν.: ’Èν εἶμαι ἀπορριψιμα͜ιὸς Κύπρ. Ὁ γιˬός σου ὁ ᾿πορριψιμα͜ιὸς αὐτόθ. Ἀπορριχτιμα͜ιὸς ἦτο g’ εὐτὸς πρῶτα, μὰ τώρᾳ 'ν' καλὸς ᾿Απύρανθ. ’Φτήν τὴν κόρην ᾿πορριξιμα͜ιὰν τὴν ἔχετε; Ρόδ. Ἔχουν μας οἱ γονέοι μας ᾿πορριξιμα͜ιούς ᾽ς ἔουτην τὴν ἀχερῶνα Σύμ. || Παροιμ. ᾽Απορριξιμα͜ιὸ καράβι | ’ς ἀγαθὸ λιμιˬῶνα φτάνει (πολλάκις ὁ περιφρονούμενος ὡς ἀβέλτερος βοηθεῖται ὑπὸ τῆς τύχης καὶ ἐξασφαλίζεται) Θήρ. κ.ἀ. Τ’ ἀπορριξιμα͜ιὸ καράβι | πάντα πρῶτο ᾿ς τὸ λιμάνι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. κ.ἀ. || ᾎσμ. Τὴ βάγιˬα μου, τὴ σκλάβα μου τὴν πεˬὰ ᾽πορριξιμα͜ιά μου, καὶ πάλε ν-ναὶ καὶ πάλ’ ὄχι καὶ πάλε ὡς μοῦ δόξῃ Ρόδ. 2) Οὐδ. οὐσ., τὸ ἀπορρίψεως ἄξιον, τὸ μακρὰν ἀπορριπτόμενον Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. - Λεξ. Αἰν.: Ἡ νόννα δὲν ἔννο͜ιωσε τῆς ξενιτε͜ιᾶς τὴ φτώχε͜ια καὶ δὲν ἔγινε ᾽πορριξιμα͜ιὸ σὲ ξένον τόπο Θρᾴκ. β) Τὸ ἔκθετον βρέφος Κύπρ. γ) Τὸ ἐξ ἀποβολῆς ἔμβρυον Λεξ. Αἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA