ἀποσπεροστρέφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπεροστρέφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσπεροστρέφω Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποσπέρα καὶ τοῦ ρ. στρέφω.

Σημασιολογία

Περισυνάγω. κυρίως ἐπὶ ποιμνίου: ᾎσμ. ’Μ-μ’ ἐμέν’ ὁ νοῦς μου τό ᾽αλε νὰ μπῶ ᾿οσκὸς μετ᾽ ἔσου, νὰ σοῦ λακ-κώνω τὴν αὐγή, νὰ σ’ ἀποσπεροστρέφω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/