ἀποκρατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκρατῶ Αἴγιν. Κρήτ. Στερελλ. (Μεσολλόγγ.) κ.ἀ. ’ποκρατῶ Κάρπ. κ.ἀ. ᾿πικρατῶ Ἴμβρ. ἀποκρατίζω Ζάκ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποκρατῶ.

Σημασιολογία

1) Κρατῶ, βαστάζω Ζάκ. ᾎσμ. Κυρὰ βασιλοπούλλα μου, νὰ σὄβρω μιˬὰ βυζάστρα, ν᾿ ἀποκρατίζῃ τὸ παιδὶ μὲ τὴν πολλή της πάστρα. 2) Κρατῶ, διατηρῶ δι᾽ ἐμαυτὸν ἢ δι᾿ἄλλον, δὲν παραχωρῶ Ἴμβρ. Κρήτ.: Ἀποκρατεῖ ὁ γέρως παραδάκιˬα Κρήτ. Τοῦτα τὰ καρύδιˬα τὰ ᾽πικρατῶ γιˬὰ τ’ ἰσένα Ἴμβρ. || Παροιμ. Ἀποκράτει, γέρω, νά ᾽χης | τὴν τιμὴ ὅπου κιˬ ἂν λάχῃς (ὅτι οἱ γονεῖς δὲν πρέπει νὰ παραχωροῦν εἰς τὰ τέκνα πᾶσαν τὴν περιουσίαν των) Κρήτ. 3) Ἐπὶ ἁλυκῶν καὶ λιμνοθαλασσῶν, διακόπτω τὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς ἄλλης θαλάσσης, ἀποφράττω, ἀποχωρίζω, ἀπομονῶ τὸ ὕδωρ τῆς ἁλυκῆς ἢ τοὺς ἰχθῦς τῆς λιμνοθαλάσσης Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Καὶ ἀμτβ. ἀποφράττομαι, ἀπομονοῦμαι Στερελλ. (Μεσολόγγ.): Ἀποκράτησε ἡ λίμνη. 4) Ἀμτβ. ἐξακολουθῶ ὑπάρχων, διατηροῦμαι Αἴγιν. Κάρπ. Κρήτ. κ.ἀ.: Ἀποκρατεῖ ἀκόμη κρασὶ ἀπὸ τὸ περσινὸ Κρήτ. Ἀποκρατοῦν ἀκόμη σῦκα αὐτοθ. || ᾎσμ. Ἀκόμ’ ὁ λόγος ἕστετσε τσ᾿ ἡ σουντουχιˬὰ ἀποκράτε͜ιε Αἴγιν. Μετοχ. ἀποκρατισμένος = ὁ ἐστερημένος πράγματός τινος ἐπὶ πολὺν χρόνον Κρήτ.: Τάξε πῶς ἤσουν ἀποκρατισμένος ἀπ' αὐτὸ τὸ πρᾶμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/