ἀποσπόρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσπόρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποσπόρι τό, ἀποσπόριν Κύπρ. Πόντ (Κερασ.) ἀποσπόρι κοιν. ἀποσπόρ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ κ. ἀ.) ἀπουσπόρ’ βόρ. ἰδιώμ. ἀπουσπούρ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. ᾿ποσπόριν Κύπρ. ᾿ποσπόρι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Μέγαρ. Προπ. (Ἀρτάκ.) Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. ᾽πουσπόρ’ ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀπόσπορο Μέγαρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σπόρι κατὰ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,178 καὶ 180. Πβ. καὶ μεταγν. ἐπίθ. ἀπόσπορος₌ὁ καταγόμενος ἀπό τινος.
Σημασιολογία
1) Ὑπόλειμμα σπόρου, ὁ τελευταῖος καὶ κατωτέρας ποιότητος σπόρος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤπ. Μακεδ. (Μελέν.Χαλκιδ. κ.ἀ.) Μέγαρ. -Λεξ. Αἰν. Βυζ. Λεγρ. ᾿Ηπίτ. Μπριγκ. Δημητρ. β) Ὑπόλειμμα πράγματός τινος Βιθυν. (Κατιρ.) Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Αὐτὰ εἶνι ἀπουσπόριˬα ἀπ’ τοὺ καλαμπό’, πέταξέ τα Αἰτωλ. Διˬαλιˬέγουντας διˬαλιˬέγουντας πῆρι τ᾽ ἀπουσπούριˬα Μακεδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποδιˬαλέγι. 2) Συνήθως κατὰ πληθ., ὁ τελευταῖος σπορητός, τὰ τελευταῖα σπαρσίματα Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κύπρ. Μέγαρ.: Ἔσπειρες;-Οὔ, εἶμαι ᾽ς τ᾿ ἀπόσπορο! Μέγαρ. β) Ὁ κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐποχῆς σπαρεὶς ἀγρὸς Εὔβ. (Κάρυστ.) 3) Ὁ τελευταῖος γόνος ζῴου Θήρ. κ. ἀ. : Γνωμ. Ὄρνιθά μου τὸ Γενάρι | καὶ παπὶ τὸν Ἁλωνάρι καὶ τὸν Ἄουστο κοκόρι | νὰ μὴν εἶναι ἀποσπόρι Θήρ. 4) Τὸ ὑστερότοκον, τὸ τελευταῖον τέκνον κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) : Τ᾽ ἀγαπάει αὐτὸ τὸ παιδί, γιˬατ᾿ εἶναι τ’ ἀποσπόρι του σύνηθ. Τοῦ διˬαόλου τ᾿ ἀποσπόρι! (ὕβρις) Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόσπερμα 2. 5) Τὸ ἀτροφικόν, ἀσθενικὸν παιδίον Μακεδ. Μελέν.) 6) Μεταφ. ὁ ἀξιοκαταφρόνητος ἄνθρωπος, ὑβριστικῶς ἢ σκωπτικῶς Βιθυν. (Κατιρ.) Πόντ. (Τραπ): Αὐτόνο τ᾽ ἀποσπόρι πο͜ιὸς το' ’χει ἀνάγκη! Κατιρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA