ἀποκρεατίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρεατίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκρεατίζω Πόντ. (Κερασ.) ἀποκρεˬατίζω Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κρέας.
Σημασιολογία
1) Τρώγω κρέας διὰ τελευταίαν φορὰν πρὸ τῶν νηστειῶν καὶ ἰδίᾳ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἀποκρεύω τὸ κρέας. 2) Συνεκδ. καθαρίζω τὰ μαγειρικὰ σκεύη ἐπὶ τῇ ἐπερχομένῃ θρησκευτικῇ νηστείᾳ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA