ἀποκρεˬάτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρεˬάτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποκρεˬάτικος ἐπίθ. κοιν. ἀπουκρεˬάτ’κους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. Ἀποκρεˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάτικος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνήκων, ὁ ὶδιάζων εἰς τὴν Ἀποκρεˬὰν κοιν.: Ἀποκρεˬάτικος χορός. Ἀποκρεˬάτικο - γλέντι - τραγούδι. Ἀποκρεˬάτικη διασκέδασι κοιν. Πίττ’ ἀπουκρεˬάτ’’ (πολυτελὴς καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένη) Ἤπ. Ζαγόρ. || Φρ. Ἀποκρεˬάτικος μονὸς – διπλὸς (ἐνν. σκοπὸς ἢ χαβᾶς, εἶδος: μέλους ᾀδομένου κατὰ δύο τρόπους) Σκῦρ. Συνών. ἀποκρεˬανός. 2) Οὐσ. α) Μετημφιεσμένος κατὰ τὰς Ἀπόκρεως Κῶς Σάμ. Συνών. μασκαρᾶς. β) Οὐδ., τὸ κατὰ τὰ Σάββατα τῶν Ἀπόκρεων μνημόσυνον Ἀμοργ. γ) Οὐδ. πληθ. ἀποκρεˬάτικα, λέξεις καὶ φράσεις μακραὶ δυσαπάγγελτοι αἱ ὁποῖαι ταχέως ἀπαγγελλόμεναι μεταβάλλονται ἐπὶ τὸ γελοῖον καὶ οὕτω προκαλοῦν γέλωτα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) 3) Οὐδ. ἀποκρεˬάτικο ἐπιρρηματ., κατὰ τὸν χρόνον τῶν Ἀπόκρεων πολλαχ.: Ἀποκρεˬάτικο ἀρρώστησε. Συνών. ἀποκρεˬάτικα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/